-
1 στεφανώνω
στεφανώνω ρ. μετβ.1) венчать, увенчивать (венком, венцом);2) венчать, женить, выдавать замуж;3) увенчивать, завершать: -
2 στεφανώνω
μετ.1) венчать, увенчивать (венком, венцом и т. п.); 2) венчать; женить; выдавать замуж; 3) короновать, венчать на царство; 4) перен. увенчивать, завершать;στεφανώνω με δόξα — увенчивать славой;
1) — венчаться, увенчиваться (венком и т. п.);στεφανώνομαι 1. αμετ.
2) перен. увенчиваться, завершаться;στεφανώνομαι από ( — или με) επιτυχία — увен- чаться успехом;
2. μετ., αμετ. венчаться, идти под венец; жениться; выходить замуж; справлять свадьбу;στεφανώθηκε την υπηρέτρια του — он женился на своей служанке
См. также в других словарях:
στεφανώνω — στεφανῶ, όω, ΝΜΑ [στέφανος] 1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῡν», Ευρ.) 2. (κατ επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.) 3. επιθέτω στο κεφάλι… … Dictionary of Greek
στεφάνωμα — το, ΝΜΑ [στεφανῶ, ώνω] η τέλεση τού μυστηρίου τού γάμου, η στέψη, ο γάμος νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού στεφανώνω, τοποθέτηση στεφάνου στο κεφάλι κάποιου 2. τοποθέτηση στεφάνου σε ηρώο, σε ανδριάντα ή σε άλλο μνημείο σε ένδειξη τιμής και σεβασμού… … Dictionary of Greek